παραβλήδην

παραβλήδην
Α
επίρρ.
1. με πλάγιο, ειρωνικό ή σκωπτικό βλέμμα και, γενικά, με πλάγιο τρόπο ή με κακία («ἐπειρᾱτο... ἐρεθιζέμεν Ἥρην κερτομίοις ἐπέεσσι, παραβλήδην ἀγορεύων», Ομ. Ιλ.)
2. για αντίρρηση ή για απάντηση
3. παράλληλα
4. με παραβολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + βλήδην «ριχτά, πεταχτά» (< θ. βλη-πρβλ. -βλή-θην, παθ. αόρ. τού βάλλω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραβλήδην — thrown in by the way indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”